Τις τελευταίες ημέρες πληθαίνει η ειδησεογραφία σχετικά με την επίσκεψη στη χώρα μας του Τούρκου Προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν. Η επίσκεψη του Ερντογάν δεν είναι επίσκεψη ηγέτη μιας χώρας, όπως αυτές που συμβαίνουν συνήθως, με την κάθε μια ξεχωριστά να έχει την δική της διπλωματική σημασία. Είναι σημαντική γιατί αφορά την ειρηνική συνύπαρξη δύο γειτονικών κρατών, που ιστορικά ταλανίζεται από πολεμικές συγκρούσεις και εχθρικές επιχειρήσεις, με αφετηρία την εποχή της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας και συνεχίζεται ασταμάτητα μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, με σημαντικές απώλειες ανθρώπινων ζωών και αρνητικές επιπτώσεις στην προοπτική ειρηνικής συμβίωσης των λαών των χωρών.
Οι ανοιχτοί δίαυλοι και οι προσεγγίσεις πρέπει να συνεχίζονται, ώστε μέσα από ειλικρινή διάλογο και πρακτικές και συνεργασίες, να επιλύονται τα προβλήματα που προκύπτουν και να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, να επιλυθεί η μια και βασική μας διαφορά που είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και των θαλάσσιων συνόρων των δύο χωρών, σύμφωνα με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η θέση μας αυτή πρέπει να αποτελεί την σταθερά στην στρατηγική μας που πρέπει να υποστηριχθεί και να επικοινωνηθεί με ισχυρά επιχειρήματα για να τύχει της αναμενόμενης υποδοχής από την Τουρκία.
Η Τουρκία με αναθεωρητικές θέσεις, με τα μεγαλεπίβολα σχέδια του χάρτη της γαλάζιας πατρίδας, το παράνομο Τουρκολιβυκό σύμφωνο, αμφισβητεί διεθνείς συνθήκες που αφορούν την κυριαρχία ελληνικών νησιών απαιτώντας την αποστρατικοποίησή τους, θεωρεί αιτία πολέμου την νόμιμη επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, με παραβιάσεις του εναέριου χώρου και με ρητορικές απειλές- με πρόσφατη την απειλή του Αρχηγού του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας- και συνεχίζοντας τις προσπάθειες με στόχο την διχοτόμηση της Κύπρου με αναγνώριση των κατεχόμενων ως ανεξάρτητο κράτος, δυστυχώς δυναμιτίζει το κλίμα εμπιστοσύνης για επόμενα θετικά βήματα.
Μετά τα παραπάνω αναφερόμενα δικαίως τίθεται το ερώτημα: Έχουν όρια οι απαιτήσεις και οι επιδιώξεις του Ερντογάν; Είναι προβλέψιμος;
Θα σημειώσω μερικές συμπεριφορές με τη στάση του Ερντογαν σε γεωστρατηγικά γεγονότα της περιοχή μας, στην κατεύθυνση να αντιληφθούμε από ποιο δόγμα και αντίληψη τροφοδοτούνται οι πολιτικές του και οι αποφάσεις υψηλού ρίσκου καθώς και τα οφέλη που εισπράττονται από τις πρακτικές αυτές.
Θα ξεκινήσω με τις πολεμικές δραστηριότητες στην Συρία με στόχο τους Κούρδους της περιοχής, όταν πλέον αποχώρησαν οι δυνάμεις των ΗΠΑ από το Βόρειο Ιράκ, την απόκτηση των ρωσικών πυραύλων S400 παρά την πίεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, το βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, την ουδετερότητα της στον Ρωσοουκρανικό πόλεμο, την υποστήριξη της Χαμάς, τον χάρτη της γαλάζιας πατρίδας, το Τουρκολιβυκό σύμφωνο, τα προκλητικά του σχέδια για την ανεξαρτητοποίηση των Κατεχόμενων στην Κύπρο και την μη αρμόζουσα συμπεριφορά του κατά την επίσκεψη στη Γερμανία.
Η Τουρκία είναι υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή και λόγω της γεωγραφικής της θέσης αναγνωρίζεται ο ρόλος της στην περιοχή και κρίνεται ως σημαντικός βραχίονας του ΝΑΤΟ. Έχει την δυνατότητα να στηρίζει τις επιδιώξεις της, να πάρει πρωτοβουλίες διαιτητικές, να φέρει αντιρρήσεις, να αναλάβει επικίνδυνα ρίσκα, να σχεδιάζει τον ηγετικό της ρόλο κυρίως στον ισλαμικό κόσμο δημιουργώντας επιρροές και αποδοτικές συνεργασίες και πάνω από όλα να ασκεί πιέσεις ιμπεριαλιστικής εκδοχής, εκμεταλλευόμενη την γεωστρατηγική της αξία.
Για κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά από τις προαναφερόμενες, υπάρχει όμως η εξήγηση που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και προβλέψιμος είναι και όρια έχει ο Τούρκος Πρόεδρος.
Όλα αυτά έχουν αφετηρία την διαχρονικά σταθερή στρατηγική της Τουρκίας. Ο Ερντογάν ξέρει να ελίσσεται και την κατάλληλη στιγμή να αναδιπλώνεται, να εκμεταλλεύεται τα κενά και τις ευκαιρίες από την απουσία ενδιαφέροντος υπερδυνάμεων σε συγκεκριμένες περιοχές, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες υψηλού ρίσκου και κινδύνου όταν προσδοκά να αποκομίσει ισχυρά οφέλη, να πιέζει χώρες που εξυπηρετούνται τα συμφέροντα τους από τις καλές σχέσεις με την Τουρκία και απειλεί με εκφοβισμό χώρες να ενδώσουν στις απαιτήσεις της με ιταμή συμπεριφορά μεγάλης στρατιωτικής δύναμης.
Μελετώντας όλα αυτά και γνωρίζοντας τις παραμέτρους της τουρκικής πολιτικής, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν όρια στις επιδιώξεις και στους επεκτατικούς σχεδιασμούς του Ερντογάν. Τα όρια του σταματούν εκεί που ξεκινάει η δύναμη του αντιπάλου.
Όσο αδύναμος είναι ο αντίπαλος, τόσο διευρύνονται τα όρια και μεγαλώνουν οι επιδιώξεις του έχοντος επεκτατικά σχέδια. Τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια η Τουρκία και ο επί πολλά έτη ηγέτης της Ερντογάν, δεν πέρασε τις κόκκινες γραμμές και δεν έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Τουρκίας, εκτός από μερικές ελεγχόμενες περιπτώσεις. Απέναντι σε όλα αυτά, είναι μονόδρομος για εμάς η διαμόρφωση μακρόπνοης Εθνικής Στρατηγικής.
Η Ελλάδα είναι Ισχυρή Στρατιωτική δύναμη. Έχει στελεχιακό δυναμικό με άριστη εκπαίδευση και πατριωτισμό. Έχει την δυνατότητα να αποτρέψει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια και στρατιωτική επιχείρηση της γειτονικής χώρας, προασπίζοντας την Εθνική μας ακεραιότητα.
Σύμφωνα με το Global Fire Power, στη λίστα κατάταξης με βάση την δύναμη πυρός μεταξύ των 145 χωρών παγκοσμίως, η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες τριάντα χώρες. Οποιαδήποτε σκέψη για επέμβαση της Τουρκίας στην Ελλάδα, θα είναι καταστροφική για αυτήν. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.
Οι βασικές προτεραιότητες για την αμυντική ισχύ της χώρας μας είναι η χάραξη Εθνικής Στρατηγικής μακράς πνοής, καθώς και ο εξοπλισμός με τα αναγκαία αμυντικά συστήματα και η υποστήριξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, ιδιωτικής και κρατικής.
Είναι πλέον αδήριτη ανάγκη η πολιτική συνεργασία-συνεννόηση των πολιτικών κομμάτων για το κτίσιμο εθνικής στρατηγικής, με σταθερότητα και αντοχές στο χρόνο. Βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο και ως εκ τούτου τα βήματα μας πρέπει να σχεδιαστούν προσεκτικά, γιατί διαφορετικά τα αποτελέσματα δεν θα είναι αναστρέψιμα.
Στην στρατηγική, μας θα πρέπει με σταθερότητα να επιδιώκεται η επίλυση της μοναδικής μας διαφοράς με την Τουρκία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, με τον μεταξύ μας διάλογο ή με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο ή στην Χάγη. Επίσης, η συμβολή μας για την ανάπτυξη Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας, οι πρωτοβουλίες για την Ειρήνη στην περιοχή, οι επωφελείς και για τις δύο χώρες συνεργασίες με την Τουρκία σε θέματα τουρισμού, κλιματικής αλλαγής, μεταναστευτικού κλπ πρέπει να αποτελούν βασικές επιδιώξεις στη διπλωματική μας ατζέντα.
Είναι βασικό επίσης να λάβουμε υπόψη μας αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Οι οποιεσδήποτε συνεργασίες και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης δεν θα είναι βιώσιμες αν δεν επιλυθεί η μόνη διαφορά μας που είναι ο καθορισμός των θαλάσσιων συνόρων. Για αυτή την διαφορά μας πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες να λυθεί στα πλαίσια ειρηνικού διαλόγου και να μην είναι προϊόν οποιασδήποτε μορφής κρίσης.
Άφησα όμως τελευταίο ένα σημαντικό ζήτημα. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε από την στρατηγική μας το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα. Ο Ελληνισμός της Κύπρου είμαστε εμείς. Η αρχαία Αθήνα στήριζε έμπρακτα την Κύπρο. Αναφέρομαι στην ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου το 450/449 π.χ με τις Ελληνικές δυνάμεις που αντιμετώπισαν νικηφόρα του Πέρσες, με επικεφαλής τον στρατηγό Κίμωνα. Με τα τότε μέσα, και πολεμικά πλοία, τις Τριήρεις η Κύπρος ήταν κοντά. Σήμερα με τα Rafale και τις Belhara δεν μπορεί να είναι μακριά.
Η Ελληνοτουρκική προσέγγιση πρέπει να συνεχιστεί, πρέπει να εδραιωθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης και ειλικρινούς διαλόγου με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας. Η οποία καθυστέρηση στην λύση της διαφοράς μας, θα έχει αρνητικές συνέπειες για εμάς. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να στηριζόμαστε στην πατριωτική Στρατηγική μας.
*Ο Πάνος Τρυφιάτης είναι Οικονομολόγος-ΔΜΣ Πολιτικής Επιστήμης
Πρώην Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού