Η ανθεκτικότητα των υποδομών ζωτικής σημασίας και τα σχέδια ασφάλειας αντιμετώπισης κινδύνων και διαχείρισης κρίσεων

Το τραγικό δυστύχημα της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη, με έναν απολογισμό που εγγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο ως τραγωδία χωρίς νέμεση,  οδηγεί στην ανάγκη να προσεγγίσουμε την ουσία του προβλήματος και τα αίτια που μας οδήγησαν σε αυτό. Επιβάλλεται να επισημάνουμε τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, το θεσμικό έλλειμμα, την αποσάθρωση των υπηρεσιών, τις αθέμιτες παρεμβάσεις και την μη αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών και συστημάτων ασφαλείας.

Για την μελλοντική αντιμετώπιση κινδύνων και καταστροφών, θα πρέπει με σημαντικές μεταρρυθμίσεις να θωρακίσουμε θεσμικά τη χώρα μας, να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα των υποδομών ζωτικής σημασίας σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) και να εκπονήσουμε επιχειρησιακά σχέδια ασφαλείας, για την προστασία των κρίσιμων υποδομών, από οποιαδήποτε μορφή κινδύνου, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Οι κρίσιμες υποδομές των κρατών μελών της Ε.Ε, αποτελούν σημαντικά δομικά στοιχεία για την οικονομική τους ανάπτυξη και απεικονίζουν τη δυναμική μιας χώρας στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Στο σημερινό ασταθές περιβάλλον, ένα από τα χαρακτηριστικά του οποίου είναι η διάχυση των απειλών και κινδύνων - ειδικά των προερχομένων από την τρομοκρατική δράση - οι υποδομές κυρίως οικονομικού ενδιαφέροντος, αποτελούν στόχους πρώτης προτεραιότητας εκτεθειμένες σε πλήθος ασύμμετρων απειλών.

Είναι χρήσιμο να κάνουμε μια χρονική αναδρομή για να αναδείξουμε τις συνέπειες της αδράνειας και της αδιαφορία να εφαρμόσουμε τις οδηγίες της ΕΕ σχετικά με τις κρίσιμες υποδομές στη χώρα μας.

Η Ε.Ε, λοιπόν, θέσπισε το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Προστασία Υποδομών Ζωτικής Σημασίας (EPCIP) το 2006 και ενέκρινε την Οδηγία για την Ευρωπαϊκή Υποδομή Ζωτικής Σημασίας (ECI) το 2008 για τον προσδιορισμό και την προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας, έναντι των φυσικών και ψηφιακών κινδύνων. Η χώρα μας απέτυχε να εφαρμόσει την Ευρωπαϊκή οδηγία για τις κρίσιμες υποδομές. Αν κρίνουμε και από το συμπέρασμα της αξιολόγησης εν έτει 2019, σχετικά με την  οδηγία του 2008, τα ευρωπαϊκά και εθνικά μέτρα δεν διασφαλίζουν επαρκώς, ότι οι φορείς εκμετάλλευσης είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις σύνθετες προκλήσεις, που αναφύονται με ασύμμετρα χαρακτηριστικά.

Αναλύοντας τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων, η Ε.Ε προχώρησε σε εκπόνηση νέας οδηγίας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων υποδομών (CER) με μια επισήμανση που αποσκοπεί στη μείωση των τρωτών σημείων και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των. Η νέα νομοθεσία καλύπτει τους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, του τραπεζικού συστήματος, των υποδομών, των χρηματοπιστωτικών αγορών, των ψηφιακών υποδομών, της ύδρευσης και αποχέτευσης, των τροφίμων (παραγωγή, επεξεργασία και διανομή), της υγείας, της δημόσιας διοίκησης και του διαστήματος. Οι φορείς που διαχειρίζονται κρίσιμες υποδομές θα υπόκεινται σε αυστηρότερους κανόνες, όσον αφορά τις αξιολογήσεις κινδύνου και τις εκθέσεις που οφείλουν να υποβάλλουν. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν εθνικές στρατηγικές ανθεκτικότητας, ενώ η διασυνοριακή επικοινωνία των κρατών θα πρέπει να γίνεται μεταξύ αρμόδιων «ενιαίων σημείων επαφής».

Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις που σχετίζονται με τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, οδήγησαν την ΕΕ να εκδώσει σύσταση για την επιτάχυνση των προπαρασκευαστικών εργασιών υλοποίησης των στόχων που ορίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες περί κρίσιμων υποδομών και να ενισχύσει την ικανότητα της Ε.Ε. να προστατεύει τις υποδομές ζωτικής σημασίας.

Η σύσταση καλύπτει τρεις τομείς προτεραιότητας: ετοιμότητα, αντίδραση και διεθνή συνεργασία. Καλεί τα κράτη μέλη να επικαιροποιήσουν τις εκτιμήσεις κινδύνου ώστε να αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες απειλές και τα ενθαρρύνει να διεξάγουν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε φορείς που διοικούν υποδομές ζωτικής σημασίας, με προτεραιότητα τον ενεργειακό τομέα.

Η οδηγία για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων υποδομών (CER) στοχεύει στη μείωση των τρωτών σημείων και στην ενίσχυση της φυσικής ανθεκτικότητας αυτών. Πρόκειται για υποδομές που παρέχουν σημαντικές υπηρεσίες από τις οποίες εξαρτάται το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της ΕΕ και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν μια εθνική στρατηγική για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων, να διενεργούν αξιολόγηση κινδύνου τουλάχιστον κάθε τέσσερα χρόνια και να εντοπίζουν τις κρίσιμες υποδομές που παρέχουν βασικές υπηρεσίες. Οι κρίσιμες υποδομές θα πρέπει να προσδιορίσουν τους σχετικούς κινδύνους που ενδέχεται να διαταράξουν σημαντικά την παροχή βασικών υπηρεσιών και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν την ανθεκτικότητά τους.

Η νέα οδηγία CER δρά σε συνέργεια με τη νέα οδηγία NIS 2 για την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων, επιτυγχάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ολιστική προσέγγιση στα ζητήματα ασφάλειας  των κρίσιμων υποδομών  (προστασία, αντιμετώπιση, αδιάλειπτη λειτουργία, ανάκαμψη),  συνδυάζοντας τις απειλές του φυσικού κόσμου (ανθρωπογενείς κίνδυνοι & φυσικές-τεχνολογικές καταστροφές,) και τις απειλές-κινδύνους του ψηφιακού κόσμου (κυβερνοεπιθέσεις, κ.ά.), τις υβριδικές απειλές και τους χημικούς, βιολογικούς, ραδιολογικούς και πυρηνικούς (Χ.Β.Ρ.Π.) κινδύνους (ως ειδικές κατηγορίες απειλών-κινδύνων) και δεν εστιάζει μόνο στη φυσική προστασία των υποδομών (κτίρια, τεχνολογικός εξοπλισμός, κ.λπ.), έναντι της απειλής της τρομοκρατίας. Για αυτό το λόγο λοιπόν η νέα οδηγία, αναφέρεται στην ανθεκτικότητα κρίσιμων οντοτήτων, περιλαμβάνοντας στην εξίσωση και τον ανθρώπινο παράγοντα.

Ο σχεδιασμός ασφάλειας πρέπει να είναι τομεακός και υποτομεακός. Για παράδειγμα, στον τομέα μεταφορών υφίστανται οι υποτομείς οδικών, σιδηροδρομικών, υδάτινων και εναέριων μεταφορών. Σε κάθε υποτομέα απαιτείται να υφίσταται ειδικό σχέδιο πρότυπο, το οποίο περιλαμβάνει εκτίμηση επικινδυνότητας, μελέτη τρωτότητας, προτάσεις-λύσεις ασφάλειας απομείωσης των τρωτοτήτων (και κατ' επέκταση της επικινδυνότητας), σχέδιο διαχείρισης εκτάκτων αναγκών (επιχειρησιακή και επικοινωνιακή διαχείριση), σχέδιο αδιάλειπτης λειτουργίας και ανάκαμψης, εκπαίδευση, άσκηση, ανατροφοδότηση του σχεδιασμού ασφάλειας με την αποτίμηση πραγματικών περιστατικών και ασκήσεων. Αυτός ο σχεδιασμός θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από όλες τις υποδομές που θα χαρακτηριστούν ως κρίσιμες οντότητες, σε εθνικό πρωτίστως και ακολούθως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η πρόταση οδηγίας θεσπίζει επίσης κανόνες για τον προσδιορισμό κρίσιμων υποδομών ιδιαίτερης ευρωπαϊκής σημασίας. Μια κρίσιμη οντότητα θεωρείται ιδιαίτερης ευρωπαϊκής σημασίας, εάν παρέχει μια βασική υπηρεσία σε έξι ή περισσότερα κράτη μέλη. Η εν λόγω οδηγία τέθηκε σε ισχύ την 16 Ιανουαρίου 2023 και μέχρι τις 17 Οκτωβρίου 2024, τα κράτη μέλη πρέπει να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις απαιτήσεις της Οδηγίας CER.

Για να είναι ολοκληρωμένος ένας μηχανισμός ανθεκτικότητας και ασφάλειας των κρίσιμων οντοτήτων, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και δημόσιες πολιτικές για την αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να διευκολύνουν την λειτουργία των υπηρεσιών, να υλοποιούνται στο σωστό χρόνο και να επιτυγχάνουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, ειδικά όσον αφορά σε προμήθειες και δημόσια έργα. Επιπλέον, η διασφάλιση της διαφάνειας και ο παράλληλος αποκλεισμός αθέμιτων παρεμβάσεων είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για την επίτευξη της ζητούμενης ανθεκτικότητας. Εξίσου σημαντικό είναι να διεκπεραιώνονται οι διαδικασίες χωρίς καθυστερήσεις από γραφειοκρατικές εμπλοκές, οι οποίες επιφέρουν απαξίωση στις υλικοτεχνικές υποδομές, στις υπηρεσίες και στα έργα.

Αναδεικνύεται λοιπόν η επιτακτική ανάγκη μιας άμεσης και αποτελεσματικής θεσμικής θωράκισης της χώρας μας. Στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, δεν είναι δυνατό να δεχόμαστε μοιρολατρικά την πιθανότητα να συμβεί ένα τέτοιο τραγικό γεγονός. Η πολιτεία υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα επιβαλλόμενα τεχνολογικά μέτρα και να φροντίζει για την ασφάλεια των πολιτών της. Στη μνήμη όσων χάθηκαν τόσο άδικα, θα πρέπει το κράτος και η επόμενη κυβέρνηση να επικεντρωθούν στην ταχύτατη επίλυση και υπερπήδηση κάθε εμποδίου, που καθυστερεί εσκεμμένα ή μη, τη δυνατότητα για την ασφαλή λειτουργία των κρίσιμων εθνικών υποδομών της χώρας μας που τελικά είναι και μοχλός για την ανάπτυξη και την προκοπή της πατρίδας μας

Η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης Εθνικής Στρατηγικής για την προστασία των Κρίσιμων Υποδομών είναι μια αναγκαιότητα που έχει ήδη καθυστερήσει. Η ολοκλήρωση ενός τέτοιου σχεδίου θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας και της ανθεκτικότητας της χώρας μας,  στην συμμόρφωση με τα διεθνή πρότυπα, αλλά κυρίως θα προσφέρει το αίσθημα της ασφάλειας σε κάθε πολίτη της χώρας αυτής.


*Ο Πάνος Τρυφιάτης είναι Υποψήφιος Βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στην Αιτωλοακαρνανία, Οικονομολόγος - Πολιτικός Επιστήμονας. Ήταν Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και έχει διατελέσει Διευθύνων Σύμβουλος στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα και Διευθυντής στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας.

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη